- παγιασόν
- το соломенная шляпа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγιασόν — το άκλ. 1. ψάθα 2. συνεκδ. ψάθινο καπέλο, ψαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paillasson < paille «ψάθα»] … Dictionary of Greek